ἐκπτώσεων

ἐκπτώσεων
ἐκπτώσεω̆ν , ἔκπτωσις
breaking forth
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προέκπτωση — η / προέκπτωσις, ώσεως, ΝΑ νεοελλ. η πώληση προϊόντων σε μειωμένη τιμή πριν από τη συνήθη περίοδο εκπτώσεων αρχ. η υπέρβαση τών ορίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προεκπίπτω. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. < προ * + έκπτωση] …   Dictionary of Greek

  • πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… …   Dictionary of Greek

  • φορολογητέος — α, ο, Ν 1. (σχετικά με πράγμ.) αυτός που πρέπει να φορολογηθεί («φορολογητέο ποσό») 2. φρ. α) «φορολογητέα ύλη» το σύνολο τών εισοδημάτων, συναλλαγών και άλλων πράξεων που υπόκεινται, σύμφωνα με τον νόμο, σε φορολογία β) «φορολογητέο εισόδημα» το …   Dictionary of Greek

  • χαμός — ο, Ν [χάνω] 1. απώλεια ζωής, θάνατος («ο χαμός τής μητέρας της τήν συνέτριψε») 2. εξαφάνιση («πέντε χρόνια μετά τον χαμό του και ακόμα ψάχνει να τόν βρει») 3. μτφ. α) γενική αναστάτωση, κοσμοχαλασιά («γίνεται χαμός στα καταστήματα την περίοδο τών …   Dictionary of Greek

  • αξεδιάλεχτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ξεδιαλέχτηκε: Τις πρώτες μέρες των εκπτώσεων τα πράγματα είναι αξεδιάλεχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μισθώνω — μίσθωσα, μισθώθηκα, μισθωμένος 1. προσλαμβάνω κάποιον πληρώνοντας μισθό: Μίσθωσε δυο πωλητές για την περίοδο των εκπτώσεων. 2. χρησιμοποιώ ακίνητο πληρώνοντας μίσθωμα, ενοικιάζω: Μίσθωσε ένα δωμάτιο για γραφείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πακέτο — το (λ. ιταλ.) 1. κουτί από χαρτόνι: Δώστε μου ένα πακέτο τσιγάρα. 2. συσκευασία πραγμάτων σε δέμα σχετικά μικρό: Κατά τις μέρες των εκπτώσεων οι γυναίκες είναι φορτωμένες με πακέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”